Hνότια περιοχή της Βόσνιας και Ερζεγοβίνης ξεχωρίζει λόγω του πλούτου, της αξίας και ποικιλομορφίας της αρχαιολογικής και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της, αλλά και λόγω της συνεχόμενης κατοίκησής της, σε ορισμένα μέρη ήδη από την Παλεολιθική περίοδο. Οι πόλεις Mostar,Stolac, Počitelj, Ljubuški, Blagaj, Zavala και Blidinje (Μόσταρ, Στόλατς, Πότσιτελ, Λιούμπουσκι, Μπλάγαϊ, Ζάβαλα, Μπλίντινιε) ανήκουν στους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς τόπους της περιοχής∙ στον καθένα από αυτούς, το φυσικό του περιβάλλον επέδρασε καθοριστικά στη διαμόρφωση του αστικού ιστού. Η αστική μορφολογία και η λαϊκή αρχιτεκτονική αυτών των πόλεων — που δημιουργήθηκαν στις όχθες των ποταμών Radobolja, Neretva, Bregava, Trebižat και Buna (Ράντομπολια, Νέρετβα, Μπρέγκαβα, Τρέμπιζατ, Μπούνα), ή κοντά στο σπήλαιο Vjetrenica (Βιετρένιτσα) και στις παγετώδεις λίμνες του Blidinje, μαρτυρούν μακραίωνη αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση. Η σημασία μερικών από αυτές τις τοποθεσίες έχει ήδη αναγνωριστεί με την εγγραφή τους στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς ή στον Ενδεικτικό Κατάλογο Υποψηφιοτήτων της UNESCO. |
Blidinje, Νεκρόπολη με επιτύμβιες στήλες (stećak), Barzonja |
|
Η περιοχή της Παλαιάς Γέφυρας και η Παλαιά Πόλη του ΜόσταρΗ πόλη του Μόσταρ είναι αποτέλεσμα μακραίωνης αλληλεπίδρασης των φυσικών φαινομένων και της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Ο οικουμενικός χαρακτήρας των πολιτιστικών τοπίων της Νοτιοανατολικής Ευρώπης αποτελεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο που είναι κοινή ιδιοκτησία όλης της ανθρωπότητας. Η πολιτιστική και ιστορική αξία του Μόσταρ βρίσκεται στο πολεοδομικό συγκρότημα που δημιουργήθηκε το 16ο αιώνα γύρω από την Παλαιά Γέφυρα, την εποχή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν στο αποκορύφωμα των δυνάμεών της.
|
Η ιστορική πόλη του Μόσταρ, που εκτείνεται κατά μήκος της βαθιάς κοιλάδας του ποταμού Νέρετβα, αναπτύχθηκε το 15ο και 16ο αιώνα ως μια Οθωμανική συνοριακή κωμόπολη, και κατά την εποχή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας το 19ο και 20ο αιώνα. Η πόλη είναι γνωστή για τα παλαιά ανατολίτικα σπίτια της και για την Παλαιά Γέφυρα (Stari Most), από την οποία πήρε και το όνομά της (Mostar). Κατά τη διάρκεια του πολέμου 1992–1995 καταστράφηκε το μεγάλο μέρος του ιστορικού της κέντρου, καθώς και η Παλαιά Γέφυρα σχεδιασμένη από τον γνωστό αρχιτέκτονα Hajrudin (Χαϊρούντιν). Η περιοχή της Παλαιάς Γέφυρας, με τα προ-οθωμανικά, οθωμανικά, μεσογειακά και δυτικό-ευρωπαϊκά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της, αποτελεί ένα εξέχον παράδειγμα πολυπολιτισμικού αστικού οικισμού.
|
Μόσταρ, Η Παλαιά Γέφυρα |
|
Η ανοικοδομημένη Παλαιά Γέφυρα, όπως και η Παλαιά Πόλη, σήμερα είναι σύμβολα συμφιλίωσης, διεθνούς συνεργασίας και ειρηνικής συνύπαρξης διαφορετικών πολιτιστικών, εθνικών και θρησκευτικών κοινοτήτων. Με την “αναγέννηση” της Παλαιάς Γέφυρας και των περιχώρων της — εξαιρετικών συμβόλων συνύπαρξης κοινοτήτων διαφορετικής πολιτικής, εθνικής και θρησκευτικής προέλευσης — συμβόλων της πόλης και της δύναμής της, αποκαταστάθηκε και ενισχύθηκε και η σημασία των συνεχών προσπαθειών της ανθρώπινης αλληλεγγύης για ειρήνη και συνεργασία στην αντιμετώπιση των καταστροφών. | Η περιοχή της Παλαιάς Γέφυρας της Παλαιάς Πόλης του Μόσταρ εγγράφτηκε επισήμως στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 2005. Οι ιστορικές αστικές περιοχές των Stolac, Počitelj και Blagaj, η τοποθεσία του σπηλαίου Vjetrenica στη Zavala, και η νεκρόπολη με επιτύμβιες στήλες (stećak, πληθ. stećci) στο Blidinje, όλοι βρίσκονται στον Ενδεικτικό Κατάλογο Υποψηφιοτήτων, στο στάδιο σύνταξης του φακέλλου υποψηφιότητας. Εκτεταμένα έργα διατήρησης πραγματοποιούνται σε ορισμένες τοποθεσίες, όπως Stolac και Počitelj. |
Blagaj, Πανδοχείο (tekija) στον ποταμό Buna (Μπούνα) | Ο ιστορικός πυρήνας της πόλης StolacΗ πόλη του Stolac (Στόλατς) βρίσκεται στην Ερζεγοβίνη, σε μια περιοχή γνωστή ως Humina (Χούμινα), στην τουριστική διαδρομή που διαπερνάει την Ερζεγοβίνη και συνδέει την ορεινή ενδοχώρα της Βοσνίας με τις παράκτιες περιοχές της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, της πόλης του Dubrovnik, και του Μαυροβουνίου. Ο ιστορικός πυρήνας της πόλης του Stolac, ο οποίος συγκεντρώνει σε μικρό χώρο μοναδικούς πολιτιστικούς και καλλιτεχνικούς θησαυρούς, αποτελεί παράδειγμα σύνθετης αλλά αρμονικής ένωσης ιστορικό-πολιτιστικής κληρονομιάς και περιβάλλοντος. Η ομορφιά του τοπίου ήταν καθοριστικός παράγοντας στο σχεδιασμό και στην κατασκευή της πόλης — μια αρχή συχνά παρούσα στην κατασκευή των μεσαιωνικών πόλεων. Το αρχιτεκτονικό σύνολο της πόλης του Stolac αποτελείται από εννέα στρώματα: της προϊστορικής εποχής, της ιλλυρικό-ρωμαϊκής περιόδου, του Πρώιμου, Μέσου και Ύστερου Μεσαίωνα, της Οθωμανικής περιόδου, της περιόδου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, και τις περιόδους της Πρώτης και της Δεύτερης Γιουγκοσλαβίας. Τα ορατά αστικά τοπία μαρτυρούν τη συνύπαρξη πολλών επιρροών στη διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής της πόλης, αποκαλύπτοντας τη σύγκρουση και τη συμφιλίωση αντιθέτων και ομοιοτήτων, σχεδιασμού και αυθορμητισμού, και συμβάλλοντας στη δημιουργία σύνθετης εικόνας μιας πόλης εξέχουσας οικουμενικής αξίας. Το ιστορικό κέντρο της πόλης είναι ανοιχτό και εύκολα κατανοητό με την πρώτη ματιά, και προσφέρει την σπάνια ευκαιρία και πολιτισμικό προνόμιο παρατήρησης επιδράσεων των τεσσάρων αυτοκρατοριών (της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής, της Οθωμανικής και της Αυστροουγγρικής), των τριών βασιλείων (της Βοσνίας, της Ουγγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας), των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών (του Ορθόδοξου και Καθολικού Χριστιανισμού, του Ισλάμ και του Ιουδαϊσμού), που όλοι συνέβαλαν στη δημιουργία μεγάλης ποικιλίας αρχιτεκτονικών τεχνοτροπιών και παραδόσεων, παρμένων από τους κύκλους πολιτισμού ορισμένους ως μεσογειακός, κεντρο-ευρωπαϊκός, δυτικο-ευρωπαϊκός, βυζαντινός, βαλκανικός και οθωμανικός. Παρ’ όλη αυτή την ποικιλότητα, το ιστορικό κέντρο της πόλης του Stolac είναι ένα αρμονικό ιστορικό και πολιτιστικό μνημείο εντός του οποίου μεμονωμένα μνημεία ενώθηκαν σε ένα μοναδικό σύνολο.
|
|
Το φυσικό και αρχιτεκτονικό σύνολο του BlagajΗ κωμόπολη του Blagaj (Μπλάγκαϊ) είναι μια από τις πολυτιμότερες αστικοαγροτικές περιοχές της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Σχηματίζει ένα εδαφικά και τοπογραφικά αυτόνομο σύνολο, του οποίου η δομή διαφέρει από εκείνη των άλλων παρόμοιων οικισμών, λόγω της διακλαδισμένης και ακανόνιστης αστικής διάταξης, οργανικά συνδεδεμένης μονάχα με τη θέση της αγοράς (“čaršija”) ως κεντρικού λειτουργικού στοιχείου, και την παρουσία του φρουρίου Stjepan grad (Στιέπαν γκραντ) προς το οποίο οδηγούσαν δύο μικρότεροι και ένας μεγαλύτερος δρόμος. Η δομή του αστικού χώρου, η χωροταξική φυσιογνωμία και η οργάνωσή του, μπορούν να ανιχνευθούν και να αναχθούν από τα μεσαιωνικά περίχωρα του φρουρίου, τα οποία κατά την οθωμανική περίοδο μετατράπηκαν σε “kasaba” (πόλη), και στη συνέχεια σε διοικητικό κέντρο. Η περίοδος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας δεν επέφερε αλλαγές στην αστική ανάπτυξη της πόλης, αλλά και στο Μεσοπόλεμο συνεχίζεται η περίοδος στασιμότητας. Μια ξαφνική και απότομη αύξηση του πληθυσμού από το 1961, είχε ως αποτέλεσμα τη χωρίς ουσιώδη προγραμματισμό ανάπτυξη των αστικών συγκροτημάτων. Μια ανάλυση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης και των παλαιών συνοικιών, των μαχαλάδων (“mahala”), έδειξε ότι τα κτήρια μεγαλύτερης πολιτιστικής και περιβαλλοντικής αξίας βρίσκονται σε ένα σχετικά μικρό χώρο, σε μια στενή λωρίδα γης κατά μήκος του ποταμού Buna: από τη γέφυρα “Lehina ćuprija” μέχρι την πηγή του ποταμού Buna, και από τους μαχαλάδες Bunsko και Harmana μέχρι το μαχαλά Džamijska ή Carska (Αυτοκρατορικός), δίπλα στο ρυάκι Bunsko. Αυτά αποτελούν τα όρια του ιστορικού κέντρου της πόλης, με τις παλαιότερες συνοικίες (μαχαλάς, “mahala”) και την αγορά (“čaršija”), ως χώρο βιοτεχνίας και εμπορίου. Οι άλλες συνοικίες (εκτός από τις συνοικίες Do και Podgrađe) ήταν πολύ πιο αραιοκατοικημένες, και τα ονόματά τους συχνά προέρχονται από τα παλαιότερα τοπωνύμια των ίδιων περιοχών.
|
Νερόμυλοι — τοπική κληρονομιά υπό εξαφάνισηΟι ποταμοί είναι οι αρτηρίες των αστικών περιοχών των πόλεων Mostar, Stolac, Blagaj και Ljubuški, και βρίσκονται στο επίκεντρο της καθημερινής ζωής των κατοίκων τους. Το κοινό στοιχείο όλων αυτών των αστικών συγκροτημάτων, χτισμένων δίπλα σε μεγάλα ποτάμια, είναι η λαϊκή αρχιτεκτονική των γεφυρών και των μύλων — αλευρόμυλων και τριβείων. Η αλληλεπίδραση του ανθρώπου και του φυσικού του περιβάλλοντος, που οδήγησε στη δημιουργία αυτών των φυσικών και αρχιτεκτονικών συνόλων, μαρτυρεί έναν ιδιαίτερο τρόπο εκμετάλλευσης φυσικών πόρων που είναι πάνω απ’ όλα βιώσιμος. Ο τρόπος με τον οποίο τα κτίρια τοποθετήθηκαν στο περιβάλλον τους, δείχνει ότι οι ντόπιοι τεχνίτες προσπαθούσαν να τους ενσωματώσουν στο περιβάλλον τους με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, δίχως επιβολή στο περιβάλλον και υποταγή του στα έργα τους. Η αξιοποίηση των πλωτών οδών γίνεται με τρόπο που δεν είναι επιβλαβής του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά σέβεται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τους περιορισμούς του. Τα παλαιότερα γνωστά ίχνη των νερόμυλων στα Βαλκάνια χρονολογούνται στο 10ο αιώνα. Αν και είναι αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια πότε χτίστηκαν οι πρώτοι νερόμυλοι στην Ερζεγοβίνη, αυτό κατά πάσα πιθανότητα συνέβη ήδη κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, αλλά οι πρώτες τεκμηριωμένες αναφορές χρονολογούνται στο 1465. Οι υφιστάμενοι διατηρημένοι μύλοι χρονολογούνται κυρίως στο 18ο ή 19ο αιώνα, αλλά χτίστηκαν στις θέσεις των παλαιοτέρων κτισμάτων που καταστράφηκαν από της πλημμύρες ή κατεδαφίστηκαν για να κτισθούν μεγαλύτεροι μύλοι. Η τοποθέτησή τους εξαρτάται αποκλειστικά από την ισχύ του ρεύματος: ήταν χτισμένοι στα σημεία όπου το ρεύμα του ποταμού δεν είναι υπερβολικά δυνατό, αλλά παρέχει μια σταθερή πηγή ενέργειας για να τροφοδοτεί τους τροχούς του μύλου. Οι περισσότεροι νερόμυλοι ανήκουν στον ίδιο τύπο κτιρίου, χωρίς μεγάλες διαφορές στο δομικό τους σύστημα. Η μέθοδος κατασκευής τους ήταν πλήρως υποταγμένη στη λειτουργία τους, και ήταν απαλλαγμένοι από κάθε περιττή διακόσμηση.
|
Μόσταρ, Νερόμυλος |
|
Οι περισσότεροι είναι μονώροφα κτίσματα χτισμένα πάνω από τον ποταμό, και σχεδόν πάντα έχουν δίρριχτη στέγη. Βλέποντάς τους από τα κατάντη του ποταμού, λόγω της τοποθέτησης τους κάτω από τα όρη, και λόγω κινήσεων του τροχού, μοιάζουν με διώροφα κτίρια με τον επάνω όροφο που στηρίζεται στις καμάρες του ισογείου. Αυτό ήταν και το μοναδικό κριτήριο για την τοποθέτησή τους. Το εσωτερικό του νερόμυλου αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο στον οποίο βρίσκονται οι τροχοί του. Το μήκος του κτιρίου εξαρτάται από τον αριθμό των τροχών, με άλλα λόγια από τον αριθμό των τόξων στους οποίους το κτίσμα στηρίζεται πάνω από τον ποταμό. Οι νερόμυλοι στους ποταμούς Radobolja, Trebižat, Bregava και Buna είναι μεγαλύτεροι από τους υπόλοιπους στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, και έχουν έξι έως ένδεκα τροχούς. Οι τροχοί τοποθετούνται σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους, και ο ρυθμός αυτός αντανακλάται και στο εξωτερικό του κτιρίου, στη διάταξη των καμαρών. Όλοι οι νερόμυλοι, εκτός από έναν, έχουν οριζόντιους τροχούς. Κάποιοι νερόμυλοι, χτισμένοι στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, έχουν και έναν δεύτερο όροφο που χρησίμευε ως κατοικία του μυλωνά ή προσωρινό κατάλυμα (μύλοι αυτού του είδους βρίσκονται στις όχθες του ποταμού Trebižat στο Ljubuški). Οι νερόμυλοι είναι πάντοτε χτισμένοι από πέτρα, με πελεκητά αγκωνάρια στα παράθυρα, στις πόρτες και στις καμάρες. Σχεδόν όλοι είναι καλυμμένοι με δίρριχτη στέγη (μονάχα ένας, στον ποταμό Trebižat, έχει τετράκλινη στέγη). Η απλή ξύλινη οροφή είναι επιστρωμένη με πέτρινες πλάκες, αν και σε πολλούς μύλους αυτές έχουν αντικατασταθεί με κεραμίδια. Πολύ λίγοι νερόμυλοι, εκείνοι χτισμένοι τον 20ο αιώνα, έχουν επίπεδες στέγες. Ένας ή δύο, που κατασκευάστηκαν ως ατμόμυλοι, είναι εξοπλισμένοι με τη νέα τεχνολογία (ένα τέτοιο παράδειγμα βρίσκεται στο Μόσταρ). Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο αριθμός των νερόμυλων στη Βόσνια και Ερζεγοβίνη μειώθηκε απότομα, ως άμεση συνέπεια της απώλειας της οικονομικής τους σημασίας και της εισαγωγής των ηλεκτροκίνητων μύλων.
|
Σήμερα απειλούνται κυρίως από αμέλεια μετά το κλείσιμό τους, που είναι άμεσο αποτέλεσμα αλλαγής ιδιοκτησίας, αφήνοντάς τα άχρηστα και χωρίς καμία φροντίδα. Είναι εξίσου ευάλωτα και στην απρογραμμάτιστη ή κακώς σχεδιασμένη χρήση τους, και στην παράβλεψη εκτίμησης της αξίας και των δυνατοτήτων τους. Οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται οι νερόμυλοι, λόγω της εξαιρετικά κακής κατάστασής και της εξέχουσας αξίας τους, επιβάλλουν την υποχρέωση λήψης όλων των δυνατών μέτρων για την διατήρησή τους. Η Επιτροπή Διατήρησης Εθνικών Μνημείων έχει αναλάβει την ανακαίνηση δύο νερόμυλων στο Μόσταρ και άλλων δύο στο Στόλατς, ως μέρος μιας εκστρατείας για την προώθηση της αξίας και της σημασίας της παραδοσιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Η ανακαίνησή τους περιλαμβάνει και τα βασικά έργα συντήρησης και την επαναφορά τους σε λειτουργία. Οι νερόμυλοι του Μόσταρ βρίσκονται στις όχθες του ποταμού Radobolja (Ράντομπλια). Ένας από αυτούς — μοναδικός στην καταφανή ιστορική πολυπλοκότητά του — αποτελείται ουσιαστικά από δύο μύλους: ο παλαιότερος χρονολογείται στο 18ο αιώνα, ενώ ο καινούργιος, του 20ου αιώνα, είναι και ο μοναδικός ατμόμυλος με επίπεδη στέγη. Ο άλλος μικρότερος νερόμυλος αποτελεί τυπικό παράδειγμα του είδους, και βρίσκεται πολύ κοντά στην Παλαιά Γέφυρα, ένα από τα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Σε άλλους δύο νερόμυλους στο Στόλατς εκτελούνται επίσης έργα αναστήλωσης, και οι δύο αποτελούν τυπικά παραδείγματα κατασκευής μεγαλύτερων μύλων, με επτά κι οκτώ τροχούς. Ο νερόμυλος Elezović (Ελέζοβιτς), ο οποίος περιλαμβάνει και την κατοικία του μυλωνά, ήταν σε χρήση μέχρι τον 20ο αιώνα. Από το νερόμυλο Podgradska (Πόντγραντσκα) σήμερα υπάρχουν μονάχα τα θεμέλια.
|