Πιράν

Πιράν

Mία πόλη από τον αφρό της θάλασσας

Πιράν, Σλοβενία

go back
    Hπόλη του Πιράν, με το αρχαίο κέντρο και τις αλυκές της, είναι ένα σημαντικό μνημείο πλούσιας αρχιτεκτονικής κληρονομιάς με μοναδικό πολιτιστικό τοπίο των αλυκών, στις οποίες και σήμερα υπάρχει παραγωγή βασισμένη στην παραδοσιακή καλλιέργια του αλατιού. Το Ινστιτούτο της Μεσογειακής Κληρονομιάς του Επιστημονικού και Ερευνητικού Κέντρου του Πανεπιστημίου της (Περιφέρειας) Πριμόρσκα (Primorska), σε συνεργασία με το Δήμο του Πιράν, αλλά και με άλλους οργανισμούς προστασίας της κληρονομιάς, ετοιμάζουν τις επιστημονικές κατευθυντήριες γραμμές για την υπστήριξη της υποψηφιότητας για τον Κατάλογο της UNESCO, και της πόλης του Πιράν και του φυσικού περιβάλλοντος της ενδοχώρας του. Η τοποθεσία της χερσονήσου του Πιράν είναι ιδιαιτέρως ελκυστική — στο βορρά η κορυφογραμμή βουνών προστατεύει την πόλη από τη “bora” (“μπόρα”, ο βορειοανατολικός άνεμος στην Αδριατική), ενώ η απότομη πλαγιά του και ο κόλπος στην ανατολή εξασφαλίζουν τον έλεγχο της μοναδικής χερσαίας πρόσβασης στην πόλη. Η περιοχή ήταν κατοικημένη από την προϊστορική ήδη εποχή∙ ένα λίθινο στιλέτο, εύρημα από τα ρηχά νερά γύρω από το Cape Madona, χρονολογείται στην Εποχή του Χαλκού, ενώ τα ευρήματα της Μέσης Εποχής του Χαλκού βρέθηκαν στην παλαιά πλατεία της πόλης. 

Πιράν, Το Ενετικό ανάκτορο

 
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, η ακτογραμμή του Πιράν ήταν σπαρμένη με πολλές παραθαλάσσιες επαύλεις, οι οποίες πιθανόν συγκέντρωναν τις οικονομικές δραστηριότητες των μεγαλύτερων κτημάτων, και ταυτοχρόνως εξυπηρετούσαν τις θαλάσσιες συνδέσεις στη Βόρεια Αδριατική. Στην πόλη του Πιράν βρέθηκαν πολλά ίχνη οικισμού εκείνης της εποχής, όταν η περιοχή ήταν μέρος της ρωμαϊκής Regio Decima. Κατά τη διάρκεια της ταραχώδους εποχής της Ύστερης Αρχαιότητας, ο πληθυσμός της περιοχής άρχισε να αναζητά προστασία στα καλύτερα φυλασσόμενα καταφύγια κατά μήκος της ακτογραμμής. Η στρατηγική τοποθέτηση της χερσονήσου ήλθε και πάλι στο προσκήνιο, και πολύ σύντομα η πόλη ήταν πικνοκατοικημένη. 
 

Τα ιστορικά γεγονότα 

Η πρώτη γραπτή αναφορά του ονόματος της πόλης του Πιράν βρίσκεται, μαζί με τα ονόματα άλλων πόλεων της Ίστριας, στο Ravennatis Anonymi Cosmographia, ένα κείμενο του 7ου αιώνα. Η πόλη φαίνεται να ζει αδιάκοπα, αλλάζοντας μονάχα τις διακυβερνήσιες: κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα ήταν υπό τη βυζαντινή κυριαρχία∙ το β’ μισό του 8ου αιώνα τέθηκε, μαζί με την υπόλοιπη Ίστρια, υπό την κυριαρχία των Φράγκων∙ το 952 εντάχθηκε στην Άγια (Γερμανική) Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως τμήμα της κομητείας του Friuli∙ μετά το 1209 τη θέση του κόμη και τη διακυβέρνηση της περιοχής ανέλαβε ο πατριάρχης της Aquileia. 
 
Η περίοδος της σχετικής αυτονομίας έληξε το 1283, όταν το Πιράν κατακτήθηκε από τους Ενετούς. Η μακροχρόνια περίοδος ειρήνης και ευημερίας επί της Ενετοκρατίας τελείωσε το 1797, με τη διάλυση της Δημοκρατίας της Βενετίας. Μετά την εποχή της κυριαρχίας των Ενετών το Πιράν, όπως και ολόκληρη η Ίστρια, έγινε — κι έμεινε ως το 1918 — τμήμα του Küstenland της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή συμπεριλήφθηκε στο Βασίλειο της Ιταλίας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πόλη ήταν τμήμα της ζώνης Β της Ελεύθερης Περιοχής της Τεργέστης (1947–1954), αλλά μετά το Μνημόνιο του Λονδίνου εισήλθε στα όρια της επικράτειας της Γιουγκοσλαβίας και, το 1991, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας. Ο παλαιός ρωμαϊκός πληθυσμός αυτής της ισχυρά οχυρωμένης πόλης, παρά το πλήθος Σλάβων μεταναστών στην ενδοχώρα, επί αιώνες ζούσε — όπως και στις άλλες πόλεις της δυτικής Ίστριας — με τη νοοτροπία και τη γλώσσα των Ενετών. Και το όνομα της πόλης παρέμεινε σχετικά αμετάβλητο: στα Λατινικά ως Pyrrhanum, μεταξύ το 670 και 1282 ως Piranum, Piranon, Pyranum, αργότερα Pirano, σε τοπική παραλλαγή Piramin, και στα Σλοβενικά Piran. Η προτεινόμενη ετυμολογική ερμηνεία του ονόματος της πόλης Piranon από την αρχαία ελληνική λέξη «πῦρ» (φωτιά ή φάρος) φαίνεται σωστή.
Πιράν, Περιστύλιο μονής μινοριτών   
 

 

 

Ιστορία της πόλης 

Ο πυρήνας του οικισμού, ήδη από τους Προϊστορικούς χρόνους, βρισκόταν στην κορυφογραμμή της χερσονήσου. Εδώ ήταν και το κάστρο του gastald της Aquileia, καθώς και ο κύριος ενοριακός ναός της πόλης, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Η πόλη αναπτύχθηκε αρχικά στην περιοχή του Cape Madona, με επίκεντρο την Piazza Vecchia — την πλατεία που στέγαζε το πρώτο Δημαρχείο την εποχή της διακυβέρνησης του πατριάρχη της Aquileia. Ταυτοχρόνως, χτίστηκαν και τα πρώτα από τα σήμερα ορατά τείχη της πόλης. Αυτή η πρώιμη μεσαιωνική εικόνα με τις σειρές κτιρίων που φτάνουν ως τη θάλασσα, με δύο κύριους δρόμους κατά μήκος της πόλης και μία κεντρική πλατεία, παραμένει και σήμερα το βασικό της σχήμα. Υπό την κυριαρχία της Δημοκρατίας της Βενετίας η πόλη άρχισε να απλώνεται πέρα από τη μοναδική χερσαία πύλη της, την Porta Campo, προς την περιοχή του λιμανιού (σημερινή πλατεία Tartini) και την πλαγιά του λόφου. Απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Πέτρου (χτισμένη το 1272), στην περιοχή του εσωτερικού λιμανιού (mandrač/mandracchio) χτίστηκε στις αρχές του 14ου αιώνα το καινούργιο Δημοτικό Μέγαρο, μαζί με άλλα σημαντικά κτίρια: fontico, loggia και τα πρώτα ανάκτορα. Η σημερινή πόλη είναι κυρίως αποτέλεσμα οικοδομικών δραστηριοτήτων των επιφανών οικογενειών, οι οποίες τόνιζαν την κοινωνική τους θέση χτίζοντας ανάκτορα με πλούσια λαξευμένα παράθυρα και πόρτες, που σε κάποια από αυτά υπάρχουν και σήμερα. Με την επέκταση της χερσαίας ζώνης, η πόλη σταδιακά περιβάλλεται με τείχη ενσωματώνοντας τις καινούργιες συνοικίες (π.χ. Marciana) που δημιουργήθηκαν εκτός των τειχών. Τα πρώτα και τα δεύτερα τείχη σταδιακά εγκλείστηκαν στον αστικό ιστό, ενώ τα μνημειώδη και οριστικά τρίτα τείχη, που χτίστηκαν μεταξύ 1470 και 1534 στις πλαγιές του Mogaron, διατηρούν και σήμερα την αναγνωρίσιμη εικόνα της πόλης. Οι επτά πύλες της πόλης υπάρχουν και σήμερα: Porta Muglia (13ος αιώνας), Porta Campo (15ος αιώνας), Porta Dolfin (1483), Prima Porta di Raspo, Seconda Porta di Raspo, Porta Marziana, Porta San Giorgio. Τον 16ο αιώνα ζωντανή οικοδομική δραστηριότητα ανέδειξε τον πλούτο της πόλης. Μεταξύ του 1590 και 1637, ο ενοριακός ναός του Αγίου Γεωργίου ξαναχτίστηκε ολοκληρωτικά. Χτίστηκε και το καινούργιο οκταγώνιο βαπτιστήριο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (του Βαπτιστή), στο οποίο σώζονται και μερικά παλαιότερα στοιχεία, όπως η κολυμβήθρα από το προϋπάρχον κτίριο ρομανικού ρυθμού. Ξαναχτίστηκε και το Μοναστήρι των Φραγκισκανών με το περιστύλιό του.
 
Το 16ο και 17ο αιώνα, εκτός από τα θρησκευτικά κτίρια η πόλη απέκτησε και πολλά ιδιωτικά και δημόσια, τα οποία καθρεφτίζουν τα χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας της όψιμης Αναγέννησης και του πρώιμου Μπαρόκ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η πόλη επεκτάθηκε και εξελίχθηκε κυρίως στην παράκτια περιοχή, κατά μήκος του λιμανιού Magnarolla, και εκτός των τελευταίων τειχών της πόλης, όπου δημιουργήθηκε καινούργια συνοικία ονόματι Borgo. Όταν η Τεργέστη ανακηρύχθηκε ελεύθερο λιμάνι το 1719, ξεκίνησε για το Πιράν μια καινούργια εποχή της οικονομικής ευημερίας, η οποία υποκίνησε την οικοδόμηση μιας σειράς επιβλητικών νεοκλασικών κτιρίων στο εσωτερικό λιμάνι της πόλης. Το τελικό περίγραμμα της πόλης ορίστηκε με την αποξήρανση της περιοχής του εσωτερικού λιμανιου και την δημιουργία μιάς ευρύχωρης πλατείας, με το μεγαλοπρεπές Δημαρχιακό Μέγαρο και το άγαλμα του θρυλικού βιολιστή και συνθέτη Giuseppe Tartini, ο οποίος γεννήθηκε στο Πιράν. Ακόμη μία νέα οικονομική ανάταση του 18ου και του 19ου αιώνα αντανακλάται εδώ, σε άλλο ένα κύμα αρχιτεκτονικής επιχειρηματικότητας, με άλλη μία σειρά καινούργιων κτιρίων κατά μήκος του νέου και μεγαλύτερου εξωτερικού λιμανιού και πέρα από αυτό. 
 

Οι αλυκές

Η συγκομιδή άλατος, όπως και η θαλάσσιά του μεταφορά και το εμπόριο, αποτελούσαν τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες στο Piran ήδη από την εποχή του Πρώιμου Μεσαίωνα. Αντικατοπτριζόταν στα προνόμια και στις υποχρεώσεις των παραχωρήσεων και των φόρων ήδη από τον πρώτο καταστατικό χάρτη της πόλης. Μετά την προσάρτηση των πόλεων της Ίστριας στην Δημοκρατία της Βενετίας, το εμπόριο και τη διανομή του άλατος επέβλεπε ένας Ενετός υπάληλός της, προστατεύοντας το μονοπώλιό της. Παρόλο που στο προσκήνιο ήλθε και το λιμάνι του Κόπερ (Koper), το Πιράν ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις με την ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής. Οι έμποροι ερχόταν από την Carniola, Carinthia και Styria, από την Karst και Friuli, από την Ολλανδία και την Τουρκία. Οι γεωλογικές συνθήκες της ενδοχώρας του Πιράν στις προσχωσιγενείς πεδιάδες Strunjan, Lucija και Sečovlje (Στρούνιαν, Λούτσια, Σετσόβλιε), το μεγάλο ποσοστό άλατος στον κόλπο της Τεργέστης, και οι κλιματικές συνθήκες με πολλές ηλιόλουστες ημέρες και ελαφρούς ανέμους, ευνοούσαν την κατασκευή των αλυκών. 

Πιράν, Το άγαλμα του Giuseppe Tartini στην Κεντρική Πλατεία  

 

 
Η παραδοσιακή συγκομιδή άλατος απέκτησε νέα δυναμική στο τέλος του 14ου αιώνα, όταν καλλιεργήθηκε η petola, ως ένα νέο επιφανειακό στρώμα που αποτελείται από μικροοργανισμούς φυκιών, γύψο και λάσπη άλατος, και με την οποία ξεκίνησε και στο Πιράν η παραγωγή του καθαρού λευκού αλατιού. Το χειμώνα τα έργα συντήρησης πραγματοποιούνταν στα κανάλια και στις άκρες τους, όπως και στις αποθήκες στις οποίες αποθηκευόταν η σοδειά του αλατιού και όπου ζούσαν οι οικογένειες εργατών κατά την διάρκεια της συγκομιδής. Κανονικά οι εργασίες στις αλυκές ξεκινούν το Μάρτιο, όταν καθαρίζονται τα κανάλια (canalete) γύρω από τις λεκάνες εξάτμισης και ανανεώνεται η petola στους αλμαγωγούς, καθώς και στα σπίτια και ιδιαίτερα στις λεκάνες κρυστάλλωσης (cavedini) —οι μικρότερες λεκάνες εξάτμισης— στις οποίες και λαμβάνει χώρα η παραγωγή και η συγκομιδή του άλατος. Αυτή η παράδοση της εποχιακής μετανάστευσης των οικογενειών που εργάζονταν στις αλυκές σταμάτησε με τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής την εποχή της κυριαρχίας της Αυστρίας∙ τα ερείπια των σπιτιών στις αλυκές, στην εγκαταλελειμμένη περιοχή του Sečovlje, ακόμα θυμίζουν το μακραίωνο τρόπο ζωής και αποτελούν διακριτικό γνώρισμα αυτού του τοπίου.
  Το Μουσείο της Αλατοποιίας διατηρεί και αναβιώνει την βενετική παράδοση στην τεχνολογικά πρωτόγονη παραγωγή του άλατος, με αυθεντικές αναλογίες των αλυκών, με την ίδια παραδοσιακή διαδικασία παραγωγής, και με την αποθήκευση Αποτελούν καλό παράδειγμα όχι μόνο συντήρησης του τοπίου ως ιστορικού, οικονομικού, τεχνολογικού και αισθητικού μνημείου, αλλά και της συμφιλίωσης και της ένταξης της κληρονομιάς στη σύγχρονη ζωή του τόπου. Στις αρχές του 20ου αιώνα, στο Strunjan καθώς και στο τμήμα των αλυκών Sečovlje που ονομάστηκε Λέρα (Lera), άρχισε ο εκσυγχρονισμός της παραγωγής με την ανακατανομή των λεκανών, τη χρήση αντλιών με κινητήρα, και τη μεταφορά εμπνευσμένη από την τεχνολογία των ορυχείων. Ωστόσο, η παραγωγή του αλατιού εξακολουθεί να βασίζεται στα παραδοσιακά υλικά, από τις λεκάνες κρυστάλλωσης (cavedini) χτισμένες με την αλατούχα λάσπη, έως την επιφανειακή κρούστα (petola). Το αλάτι παράγεται αποκλειστικά με τη βοήθεια του ήλιου, του αέρα και της θάλασσας∙ μία σειρά προϊόντων όπως άνθος αλατιού και aqua madre (ιδιαίτερα συμπυκνωμένη άλμη) ανήκουν στα υψηλής ποιότητας προϊόντα παραγωγής αλατιού. 
Sečovlje-Fontanigge, Ανεμόμυλος για άντληση νερού    

Το οικοσύστημα

Οι περιοχές των αλυκών στο Strunjan και Sečovlje βρίσκονται υπό καθεστώς ειδικής προστασίας ως φυσικά πάρκα, διότι φιλοξενούν σπάνια, απειλούμενα και χαρακτηριστικά για την περιοχή είδη άγριας ζωής, δηλαδή αποτελούν τυπικό οικοσύστημα αλυκών διαμορφωμένο με την μακροχρόνια επίδραση των δραστηριοτήτων του ανθρώπου στο φυσικό του περιβάλλον. Στο πάρκο δίνουν μία ξεχωριστή αξία οι υψηλοί αμμώδεις βράχοι του Strunjan, ενώ ο υγρότοπος στο εγκαταλελειμμένο τμήμα του Sečovlje αποτελεί τοπίο εξαιρετικής οικολογικής αξίας. Στις αλυκές ευδοκιμούν τα αλόφυτα που χρειάζονται πολύ αλμυρά εδάφη∙ σε ορισμένα σημεία υπάρχουν πραγματικοί αγροί αλοφύτων, ενώ οι όχθες των αλμαγωγών, των λεκανών και των αναχωμάτων είναι κατάφυτες με τη βλάστηση χαρακτηριστική για τον κάθε συγκεκριμένο οικότοπο. Κάποιοι από αυτούς φιλοξενούν τη μέλισσα των αλυκών (Pseudapis bispinosa), και πολλά είδη φυτοφάγων εντόμων∙ στις καλαμιές βρίσκουμε την αράχνη-τζιτζίκι (Caliscelis wallengreni), και ένα από τα μικρότερα θηλαστικά στον κόσμο, την πυγμαία “ασπρόδοντη” μέγαιρα (Suncus etruscus), την ιταλική σαύρα του τοίχου (Lacerta sicula), και τη μικρή νυχτερίδα με αυτιά σαν του ποντικιού (Myotis blythi). Οι λεκάνες των αλυκών αποτελούν οικότοπο για τη γαρίδα άλμης (Artemia salina), ενώ τα πιό ρηχά νερά φιλοξενούν τριχωτά σκουλήκια, γαρίδες, μύδια και μικρά ριγωτά ψάρια που ονομάστηκαν «δόντι κυπρίνου» (Cyprinodon fasciatus). Σχεδόν 300 είδη πουλιών ζουν σε αυτό τον οικότοπο, μερικά μονάχα για να φωλιάζουν στις αλυκές, μεταξύ τους και αξιοπρόσεκτος μικρός λευκος ερωδιός (Egretta garzetta) — το σύμβολο του φυσικού πάρκου Sečovlje. Οι αλυκές του Πιράν είναι αποτέλεσμα χειρωνακτικής εργασίας με χιλιετή παράδοση. Από τις πολλές αλυκές της Βόρειας Αδριατικής, μονάχα αυτές στο Strunjan και στο Sečovlje διατηρούν τις αρχικές τους εκτάσεις και την παραδοσιακή παραγωγή. Αποτελούν καλό παράδειγμα όχι μόνο συντήρησης του τοπίου ως ιστορικού, οικονομικού, τεχνολογικού και αισθητικού μνημείου, αλλά και της συμφιλίωσης και της ένταξης της κληρονομιάς στη σύγχρονη ζωή του τόπου.
 
Sečovlje-Fontanigge, Cavedini – αλυκές