H πόλη του Dubrovnik (Ντούμπροβνικ) είναι ένα ζωντανό μνημείο, μια αλυσίδα μαργαριταριών πλούσιας υλικής και άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και. Η πόλη του Dubrovnik (Ντούμπροβνικ) είναι οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της Νότιας Δαλματίας, και έδρα του ομώνυμου πανεπιστημίου, καθώς και της διοικησης της κομητείας Ντούμπροβνικ-Νέρετβα. Η ιστορία της κατασκευής των τειχών είναι ταυτοχρόνως και η ιστορία της εξέλιξης της πόλης — μιας Πόλης με Π κεφαλαίο, όπως την ονομάζουν οι κάτοικοί της (Grad— Γκρᾱντ). Τα τείχη ήταν η προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ της πόλης — υμνημένα, χιλιοειπωμένα και απαθανατισμένα μέχρι τις ημέρες μας. Η φημισμένη επιγραφή, χαραγμένη στο υπέρθυρο της πύλης του Φρουρίου του Αγίου Λαυβρεντίου (Lovrjenac), αναφέρει: Non bene pro toto libertas venditur auro — Η ελευθερία δεν πουλιέται ούτε για όλο το χρυσάφι (του κόσμου). Η ελευθερία ήταν το πραγματοποιημένο ιδανικό φυλαγμένο επί τους αιώνες, όπως τόνιζε και η χαρακτηριστική επιγραφή στη σημαία της Δημοκρατίας του Ντούμπροβνικ, ενός μικρού μεσαιωνικού κράτους με κέντρο την πόλη του Ντούμπροβνικ. |
Ντούμπροβνικ, Η πομπή ανήμερα της Εορτής του Αγίου Βλασίου | ![]() |
Σύμφωνα με το θρύλο, η απαρχή της ιστορίας της πόλης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καταστροφή της αρχαίας πόλης της Επιδαύρου (στην περιοχή της σημερινής πόλης του Cavtat-Τσάβτατ) — οι πρόσφυγές της κατέφυγαν σε έναν βράχο ονόματι Laus ή Raus, και ίδρυσαν εκεί την πόλη του Dubrovnik. Οι αρχαιολογικές σκαπάνες στον ιστορικό του πυρήνα έφεραν στο φως ένα κέρμα του 4ου ή του 3ου π.Χ. αιώνα, που μαρτυρά την ύπαρξη οικισμού ήδη την Ελληνιστική εποχή. Επιπλέον, και άλλα αρχαιολογικά δεδομένα — νομισματικά και επιγραφικά ευρήματα της Ρωμαϊκής εποχής — δείχνουν συνεχόμενη κατοίκηση της περιοχής της μεσαιωνικής πόλης. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες ετυμολογικές ερμηνείες, το λατινικό όνομα της πόλης δείχνει να ευνοεί αυτή την θεωρία: Ragusium προέρχεται από την ελληνική λέξη ραγούσα, που σήμαινε πετρώδες έδαφος καλυμμένο με ρωγμές. Το σλαβικό του όνομα “Dubrovnik” προέρχεται από το “dubrava” — όπως το δάσος, που κάλυπτε τις λοφοπλαγιές του Srđ (Σρντζ). | Ο πρώτος οικισμός σχηματίστηκε στο υψηλότερο σημείο της χερσονήσου, στην περιοχή σήμερα γνωστή ως Sveta Marija (Αγία Μαρία) — συνδεδεμένη τότε με τον ηπειρωτικό χώρο από τη δυτική της πλευρά — ένας βαθύς και απάνεμος όρμος, κατάλληλος για αγκυροβόλιο. Η τοποθεσία του, που ορίζεται από την πλευρά της θάλασσας με απότομους γκρεμούς μέχρι και 35 μέτρα ύψους, και από το βορρά με μεγάλη και αρκετά απότομη πλαγιά, προσέφερε σχετική ασφάλεια στον οικισμό εκθέτοντας εχθρό, κατακτητή ή κλέφτη στην έγκαιρη παρατήρηση. Αυτή η στρατηγική θέση που προσέφερε δυνατότητα εξαιρετικού ελέγχου των πλοίων, που έπλεαν στις θαλάσσιες οδούς της ανατολικής Αδριατικής, ήταν γνωστή ήδη από την αρχαιότητα. Προστατευμένος όρμος και οι πλαγιές της χερσονήσου με πηγές πόσιμου νερού επέτρεψαν την ανάπτυξη και την ευημερία του οικισμού. Σύμφωνα με τον θρύλο, αυτός ο πρώτος οικισμός ήταν οχυρωμένος από την πλευρά της ενδοχώρας, αρχικά με ένα πασσάλωμα, ενώ αργότερα με ξερολιθιά.
|
Ντούμπροβνικ, Το άγαλμα του Αγίου Βλασίου στον ενοριακό ναό | ![]() |
Η σημερινή πόλη, σε μορφή και μέγεθος, σχηματίστηκε τον 13ο αιώνα. Τα τείχη εκσυγχρονίζονταν συστηματικα μέχρι το 1660, όταν ολοκληρώθηκαν έργα και στον τελευταίο Προμαχώνα του Αγίου Στεφάνου, στο νότιο τμήμα των τειχών. Τα τείχη έχουν μήκος 1940 μέτρα και συμπεριλαμβάνουν και έξι πύργους, τρία φρούρια, έξι προμαχώνες, δύο γωνιακά οχυρώματα, τρία προχώματα με σειρές πυργίσκων, τρεις τάφρους, δύο πλάγια φρούρια, έναν κυματοθραύστη και δύο κρεμαστές γέφυρες. Σε ύψος φθάνουν έως και 25 μέτρα, με το κύριο ισχυρό τείχος πάχους 4 με 6 μέτρα στη χερσαία και 1,5 με 3 μέτρα στη θαλάσσια πλευρά του. Στην κατασκευή τους συμμετείχαν πολλοί, γνωστοί και άγνωστοι, εργάτες και μάστορες — τα ονόματα των περισσοτέρων θα παραμείνουν για πάντα άγνωστα. Το ιστορικό κέντρο της πόλης του Dubrovnik, με τους προμαχώνες, τα οχυρώματα και τις τάφρους, αναγνωρίστηκαν ως πολιτιστικά αγαθά της Κροατίας το 1966, ενώ το 1979 εγγράφτηκαν στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Υπό καθεστώς προστασίας βρίσκονται συνολικά 188 στρέμματα. Η αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης, ως Χώρος Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ενσωματώνεται με μεγάλη προσοχή στο σύγχρονο τρόπο ζωής, ακολουθώντας αυστηρές αρχές για τη συντήρησή της. Οι προστατευμένες ζώνες της πόλης δεν μπορούν να αποχωριστούν από τις υπόλοιπες περιοχές της, αλλά πρέπει να υπάρχει λειτουργική αλληλεπίδραση και οπτική ισορροπία. Όλες οι διαδικασίες του πολεοδομικού σχεδιασμού πρέπει να αναπτύσσονται σε άμεση σχέση με την πολιτιστικό-ιστορική αξία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης.
|
Ντούμπροβνικ, Πύργος Minčeta | ![]() |
Παγκόσμια Κληρονομιά της UNESCOΤο ιστορικό κέντρο της πόλης είναι και η πιο ελκυστική ζώνη της αστικής ζωής, αλλά υπάρχουν ακόμα και αρκετά ερημωμένα τμήματά του, στα οποία πρέπει να δωθεί μία καινούργια θέση στη σημερινή ζωή της πόλης, με σκοπό την επιστροφή του νεώτερου πληθυσμού και των τουριστών. Ορθολογική και λειτουργική οργάνωση της ζωής στην παλιά πόλη εξαρτάται από την ανανέωση των υφισταμένων κτιρίων και εγκαταλελειμμένων περιοχών. Η βελτίωση των συνθηκών κατοίκησης θα οδηγήσει στη δημιουργία κοινωνικών, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και ψυχαγωγικών εγκαταστάσεων. Μια ανάλυση των υπαρχόντων αθλητικών υποδομών ανέδειξε τις ελλείψεις στις εγκαταστάσεις, που δεν μπορούν να καλύψουν της ανάγκες κατοίκων και τουριστών. Τα έργα στο γήπεδο Peline (Πέλινε) ξεκίνησαν ως αναστήλωση ενός εγκαταλελειμμένου γηπέδου, αλλά οδήγησαν στην αποκάλυψη μιας σημαντικής αρχαιολογικής θέσης κάτω από τον πύργο Minčeta (Μίντσετα). Η αναστήλωση του γηπέδου επεδίωκε τη βελτίωση του βιωτικού επιπέδου και την επιστροφή των μικρότερων ηλικιών στο ιστορικό κέντρο της πόλης, με την δημιουργία ενός ευκολοπλησίαστου σύγχρονου αστικού χώρου, απολύτως ταιριαστού στο περιβάλλον πολύτιμης πολιτιστικής κληρονομιάς ενός αρχαιολογικού χώρου.
|
Το (ύστερο μεσαιωνικό / πρώιμο μοντέρνο) ΧυτήριοΤο χυτήριο της πόλης βρίσκεται στα βορειοδυτικά του ιστορικού κέντρου της, σε μία περιοχή όπου τα τείχη σχηματιζαν μια εσοχή, σαν πένσα. Το τμήμα του τείχους που χτίστηκε το 1457 ένωσε τους πύργους Minčeta και Gornji ugao, και ενσωμάτωσε την περιοχή εντός των τειχών της πόλης, καθορίζοντας το χώρο αυτό για την εγκατάσταση του χυτηρίου. Τα τείχη προστάτευαν το χώρο εξωτερικά από την εισβολή του εχθρού, και εσωτερικά από τον κίνδυνο εξάπλωσης της πυρκαγιάς. Οι αρχαιολογικές σκαπάνες έφεραν στο φως και τμήματα του παλαιού οχυρού της πόλης. Μόλις έχασαν την αμυντική τους λειτουργία διαλύθηκαν, και το έδαφος ισοπεδώθηκε για να ιδρυθεί το χυτήριο. Αυτό το χυτήριο λειτουργούσε, με κάποιες διακοπές, από το 15ο αιώνα μέχρι το μεγάλο σεισμό του 1667, όταν χρησιμοποιήθηκε ως αποθηκευτικός χώρος για τα χαλάσματα των κτιρίων της περιοχής, αλλά και ως χωματερή της πόλης. Η ζώνη της καμίνου παρέμεινε στη χρήση ακόμα ένα μικρό χρονικό διάστημα, ενώ οι άλλες ζώνες λειτουργούσαν πρόχειρα έως ότου ο χώρος δεν ξαναγέμισε οριστικά. Λιωμένο μέταλλο χρησίμευε για τη χύτευση καμπανών, κανονιών, οβίδων και άλλων στοιχείων πολεμικού εξοπλισμού της Δημοκρατίας του Ντούμπροβνικ. Η παραγωγή δεν απευθυνόταν αποκλειστικά για την κάλυψη των αναγκών της πόλης, αλλά και για την εξαγωγή στην Ισπανία, με την οποία η πόλη διατηρούσε καλές σχέσεις. Υπήρχαν εξαγωγές και στην Ιταλία και στη Βενετία, με την οποία οι καλές εμπορικές σχέσεις επιβίωναν συχνές μικρής κλίμακας συγκρούσεις λόγω επικάλυψης συμφερόντων και φιλοδοξιών. Η περιοχή του χυτηρίου είχε επιχωματωθεί αρκετές φορές, με αποτέλεσμα μια απλή στρωματογραφική αλληλουχία. Οι ανασκαφές επιβεβαίωσαν την προτεινόμενη ύπαρξη έντονης βιομηχανικής δραστηριότητας, κατά την ύστερη μεσαιωνική εποχή και αργότερα, σε αυτό το τμήμα της πόλης.
|
Ντούμπροβνικ, Κεντρική πλατεία και εκκλησία του Αγίου Βλασίου | Η οδός StradunΗ κεντρική οδός Stradun, ή Placa (Στράντουν ή Πλάτσα) όπως ονομάζεται από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης, είναι και ο κύριος ανοιχτός χώρος της, τόπος συγκεντρώσεων και περιπάτου, η σκηνή στην οποία εξελίσσονται όλα τα δρώμενα των εορτών της πόλης, αλλά και η καθημερινή της ζωή. Χωρίζει την πόλη στα δύο: το βόρειο και το νότιο ήμισυ, δείχνοντας ταυτοχρόνως τη συντομότερη διαδρομή μεταξύ της ανατολικής και της δυτικής πύλης της Πόλης. Το μήκος της είναι περίπου 300 μέτρα. Ο δρόμος αυτός δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα εμπορικών συναλλαγών και διευρημένων οικονομικών και κοινωνικών δεσμών μεταξύ των πληθυσμών του μικρού ελληνικού και ρωμαϊκού οικισμού της νησίδας Lave (Laus), και του μεγαλύτερου κροατικού (σλαβικού) οικισμού της ενδοχώρας.
|
Οι δύο πληθυσμιακές ομάδες έσμιξαν, και ήδη από το 12ο αιώνα ισχυρότερο ήταν το κροατικό-σλαβικό στοιχείο της πόλης, ενώ από το 14ο αιώνα επικράτησε οριστικά.
Στα τέλη του 11ου αιώνα το ρηχό κανάλι που χώριζε τους οικισμούς σκεπάστηκε με χώμα για να δημιουργηθεί κοινός χώρος οικονομικών συναλλαγών. Ο χώρος απέκτησε την σωστή του λειτουργεία στα τέλη του 12ου αιώνα, όταν οι δύο οικισμοί περιβλήθηκαν με ένα τοίχος και ενώθηκαν σε μία πόλη. Ο δρόμος λιθοστρώθηκε το 1468. Το λιθόστρωτο αυτό είναι σήμερα γυαλισμένο από τη χρήση, και λάμπει αντανακλώντας το φώς σαν να ήταν γυαλί. Αξιοσημείωτο είναι και το σχέδιο που δημιουργούν τα πλακάκια του λιθόστρωτου: το ψαροκόκαλο που σε ένα μισό του δρόμου οδηγεί πρός τη μία, και στο άλλο πρός την άλλη κατεύθυνση. Στο σημείο επαφής των δύο σχεδίων υπάρχει μικρός ορθογώνιος λίθος σφηνωμένος στο οδόστρωμα, το μοναδικό διαφορετικό κομμάτι ολόκληρου του σχεδίου.
|
Ντούμπροβνικ, Το Φρούριο Revelin | Το φρούριο RevelinΑνατολικά των τειχών της Πόλης, μπροστά από την είσοδό της πύλης Ploče (Πλότσε), βρίσκεται το φρούριο Revelin (Ρεβέλιν). Χτίστηκε για την ενίσχυση της άμυνας των ανατολικών εισόδων της Πόλης και του λιμανιού. Πρωτοχτίστηκε το 1463, την εποχή που υπήρχε συνεχής κίνδυνος εισβολής των Οθωμανών. Το όνομά του προέρχεται από τη λέξη rivellino ή revellino, έναν όρο της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής που αναφέρεται σε φρούριο χτισμένο απέναντι από το πιο αδύνατο σημείο της άμυνας μιάς πόλης, ή απέναντι από την είσοδο της πόλης για να ενισχύσει την αμυντική της δύναμη.
Στα τέλη του 15ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Ιερού Συνασπισμού, επιδεινώθηκε ο κίνδυνος εισβολής των Ενετών και δημιουργήθηκε ανάγκη για ενίσχυση των αδύναμων σημείων του οχυρωματικού συγκροτήματος. Η Γερουσία προσκάλεσε τον Antonio Ferramolino, έμπειρο τεχνίτη κατασκευής φρουρίων στην υπηρεσία του γενοβεζικού ναυάρχου Andrea Doria, έμπιστου φίλου της Δημοκρατίας του
|
Ντούμπροβνικ. Το 1538, η Γερουσία ενέκρινε τα σχέδια του Ferramolino για ένα καινούργιο, ισχυρότερο φρούριο. Τα έργα κατασκευής του φρουρίου σταμάτησαν πολλά άλλα έργα στην πόλη, και ολοκληρώθηκαν 11 χρόνια αργότερα (το 1549). Το φρούριο έχει σχήμα ακανόνιστου τετράπλευρου, με την οξεία γωνία της βόρειάς του πλευράς να σχηματίζει μια αιχμηρή προεξοχή. Η είσοδος του φρουρίου βρίσκεται στη νότια πλευρά του, όπου ο δρόμος που οδηγεί ανάμεσα στις δύο οχυρωμένες πύλες διασχίζει μια μεγάλη αναβάθρα. Και το φρούριο και η αναβάθρα είναι απομονωμένες από όλες τις πλευρές, με τη νότια πλευρά του φρουρίου να κατεβαίνει απότομα στη θάλασσα, ενώ στις άλλες τρεις πλευρές το φρούριο περιβάλλεται από τάφρο. Στον παχύ βόρειο τοίχο του φρουρίου, στο ύψος της τάφρου, οι διάδρομοι είναι χωρισμένοι σε μικρές υποδιαιρέσεις με τριπλές πολεμίστρες, και είναι εφοδιασμένοι με αεραγωγούς οι οποίοι τελειώνουν στην οροφή του φρουρίου. Το εσωτερικό του φρουρίου και οι εξωτερικοί του χώροι σήμερα φιλοξενούν εκθέσεις, δεξιώσεις και γάμους, αλλά και τις συναυλίες της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ντούμπροβνικ και τις παραστάσεις του Καλοκαιρινού Φεστιβάλ της πόλης (Dubrovačke ljetne igre).
|